Γέφυρα Πλάκας

Το 1863 ο Δημ. Αρβανιτογιάννης από τα Πράμαντα προσέφερε 30.000 γρόσια για την κατασκευή του γεφυριού... περισσότερα στο http://tzaferisphotos.blogspot.com

Ανατολή στα Τζουμέρκα...

Μεγαμπέλι

Το σπίτι εγκαταλελειμμένο...

12 Φεβ 2015

Γιατί πολλές φορἐς πετυχαίνουμε το αντίθετο από αυτό που επιθυμούμε;




Ο Κουέ, ο διάσημος Γάλλος ψυχολόγος, όρισε το νόμο της αντίστροφης προσπάθειας ως εξής: «Όταν οι επιθυμίες και η φαντασία σας συγκρούονται, στο τέλος νικά πάντα η φαντασία».

Αν, για παράδειγμα, σας ζητούσαν να περπατήσετε πάνω σε μια σανίδα του πατώματος, θα το κάνατε χωρίς πρόβλημα. Αν, όμως, η ίδια σανίδα ήταν τοποθετημένη σε ύψος έξι μέτρων ανάμεσα σε δύο τοίχους, θα περπατούσατε κατά μήκος της; Η επιθυμία σας να περπατήσετε πάνω στη σανίδα θα προσέκρουε στη φαντασία ή το φόβο σας που θα σας υπαγόρευε ότι θα πέσετε. Η ιδέα που θα κυριαρχούσε μέσα σας, και που θα ήταν η εικόνα της πτώσης, θα κέρδιζε τη μάχη. Η επιθυμία, η θέληση ή η προσπάθεια σας να περπατήσετε στη σανίδα θα αντιστρεφόταν και η ιδέα της αποτυχίας θα υπερίσχυε.

Η εσωτερική προσπάθεια πάντα καταλήγει στην αποτυχία και επιφέρει τα αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα. Η αυθυποβολή της ιδέας ότι δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε ένα πρόβλημα κυριαρχεί στο νου. Και το υποσυνείδητο μας ελέγχεται πάντα από την κυρίαρχη ιδέα. Από τις δύο αντιφατικές προτάσεις το υποσυνείδητο μας θα δεχτεί την ισχυρότερη. Ο καλύτερος τρόπος είναι αυτός πού δεν περιλαμβάνει προσπάθεια.

Αν πείτε «Θέλω να θεραπευτώ, αλλά δεν μπορώ», «Προσπαθώ τόσο σκληρά», «Πιέζω τον εαυτό μου να προσευχηθώ», «Χρησιμοποιώ όλη τη δύναμη της θέλησης μου», πρέπει να ξέρετε ότι το λάθος βρίσκεται στην προσπάθεια. Ποτέ μην προσπαθείτε να πιέσετε το υποσυνείδητο σας να δεχτεί μια ιδέα χρησιμοποιώντας τη δύναμη της θέλησης σας. Τέτοιου είδους προσπάθειες είναι καταδικασμένες σε αποτυχία και οδηγούν στο αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που ζητάτε.

Το παρακάτω παράδειγμα είναι μάλλον κοινή εμπειρία. Ένας σπουδαστής που δίνει εξετάσεις, παίρνει τα θέματα και προσπαθεί να γράψει. Και τότε διαπιστώνει ότι όλες οι γνώσεις του τον έχουν εγκαταλείψει. Ξαφνικά νιώθει το κεφάλι του άδειο και δεν μπορεί να θυμηθεί τίποτα από όσα ήξερε σχετικά με το θέμα. Και όσο περισσότερο σφίγγει τα δόντια του και καταβάλ-λει προσπάθεια για να σκεφτεί, τόσο δυσκολότερο του είναι να θυμηθεί. Μόλις, όμως, βγει από την αίθουσα των εξετάσεων και απαλλαγεί από την ένταση, οι απαντήσεις στις ερωτήσεις έρχονται η μια μετά την άλλη. Η προσπάθεια να πιέσει τον εαυτό του να θυμηθεί ήταν η αιτία της αποτυχίας. Αυτό είναι ένα παράδειγμα του νόμου της αντίστροφης προσπάθειας, εξαιτίας του οποίου παίρνουμε το αντίθετο από αυτό που ζητάμε.




Απόσπασμα από το βιβλίου του Dr Joseph Murphy  "Η Δύναμη του Υποσυνείδητου"
Πηγή εδώ




 

1 Φεβ 2015

Έστεκες εκεί περήφανο κι αγέρωχο από το 1866, σήμερα σε αποχαιρετούμε....


Έστεκες εκεί περήφανο κι αγέρωχο από το 1866, σήμερα σε αποχαιρετούμε....
Άκουγες έβλεπες δεχόσουν τα συναισθήματα χαράς και πόνου των κατοίκων των Τζουμέρκων, σήμερα κυκλοφορούμε με τον πόνο ζωγραφισμένο στα πρόσωπά μας, μας λείπεις γιατί σε αγαπούσαμε.
Όταν περνάγαμε την καινούργια γέφυρα θέλοντας δεν θέλοντας στρέφαμε το βλέμμα μας και σε αντικρίζαμε εκεί στο βάθος να στέκεσαι περήφανο κι αγέρωχο.
Μέσα στη αντάρα πρόβαλες σιωπηλό και απόμακρο από τα σύγχρονα, έμοιαζες με ζωγραφιά σπουδαίου ζωγράφου.
Θύμιζες περασμένους καιρούς, ξεχασμένα βάσανα και πόθους των Τζουμερκιωτών.
Σε θαυμάζαμε για τις τεχνικές σου ικανότητες, συνολικό μήκος 61μ.  και ύψος 19.70μ.
και με την μεγάλη σου καμάρα λεπτή και αέρινη να έχει άνοιγμα 39μ.
Ήσουν ένα αρχιτεκτονικό μεγαλούργημα που αποσπούσες  τον θαυμασμό απ' όποιον σε διάβαινε ή σε αντίκριζε από κοντά ή μακριά.
Στον πόλεμο τον Οκτώβρη του 1943 οι Γερμανοί στρατιώτες φεύγοντας προς τα Γιάννενα προσπάθησαν να σε ανατινάξουν λίγο χαμηλότερα της καμάρας άνοιξαν βαθιά τρύπα και τοποθέτησαν δυναμίτες.
Αφού πέρασαν απέναντι πυροδότησαν το φιτίλι και αδιάφοροι πήραν τον ανήφορο.
Ευτυχώς  δεν έπαθες σημαντική ζημιά.

Γενάρης 2015 και μια κακοκαιρία σε γκρέμισε, σε έκανε ερείπια κι ο Άραχθος σε πήρε στη αγκαλιά του.
Οι ωραίες στιγμές είναι πάντα μελαγχολικές και η ευτυχία δεν είναι κάτι που βιώνεις αλλά κάτι που θυμάσαι.
Σε αποχαιρετούμε θα μας λείψεις αλλά στις καρδιές μας θα στέκεις εκεί ακόμα
όμορφο, αγέρωχο, περήφανο σαν τις καρδιές των Τζουμερκιωτών
!





Οι φυλακές της παιδικής μας ηλικίας.


Η ζωή του καθενός είναι γεμάτη από ψευδαισθήσεις, ίσως επειδή η αλήθεια συχνά μας φαίνεται αβάσταχτη.

Κι όμως, η αλήθεια είναι τόσο αναγκαία, που η άγνοιά της έχει υψηλό κόστος, το οποίο μπορεί να εμφανιστεί με την μορφή σοβαρών ασθενειών. Χρειάζεται λοιπόν να προσπαθήσουμε, ακολουθώντας μια μακροχρόνια διαδικασία, να ανακαλύψουμε τη δική μας προσωπική αλήθεια, μια αλήθεια που μπορεί να μας προκαλέσει πόνο πριν μας προσφέρει μια νέα αίσθηση ελευθερίας. Αν, αντίθετα, επιλέξουμε να αρκεστούμε σε μια διανοητική γνώση, θα παραμείνουμε στη σφαίρα των ψευδαισθήσεων και της εξαπάτησης του εαυτού μας.

Δεν μπορούμε να σβήσουμε τις ζημιές που έγιναν μέσα μας κατά την παιδική μας ηλικία, αφού δεν μπορούμε να αλλάξουμε ούτε στο παραμικρό το παρελθόν μας. Μπορούμε όμως να αλλάξουμε και να αναδιοργανώσουμε τον εαυτό μας και έτσι να ξανακερδίσουμε τη χαμένη μας ενότητα, αν αποφασίσουμε να κοιτάξουμε από πολύ κοντά και να συνειδητοποιήσουμε τη γνώση που έχουμε αποθηκεύσει στο σώμα μας για αυτά που έγιναν στο παρελθόν.

Αυτός ο δρόμος σίγουρα δεν είναι εύκολος, σε πολλές περιπτώσεις όμως είναι ο μόνος τρόπος για να μπορέσουμε επιτέλους να αφήσουμε πίσω μας την αόρατη και απάνθρωπη φυλακή της παιδικής μας ηλικίας.

Μόνο έτσι μπορούμε να μετατρέψουμε τον εαυτό μας από το ανίδεο θύμα που ήταν στο παρελθόν σε υπεύθυνο άτομο, που γνωρίζει τη δική του ιστορία και μπορεί να ζήσει μαζί της.

Οι περισσότεροι άνθρωποι όμως κάνουν ακριβώς το αντίθετο. Δ εν θέλουν να γνωρίζουν τίποτα από την προσωπική τους ιστορία και έτσι δεν συνειδητοποιούν ότι, στην ουσία, η ιστορία τους τους καθορίζει συνεχώς στο παρόν. Συνεχίζουν να ζουν μέσα στην απωθημένη και ανεπίλυτη κατάσταση που παγιώθηκε στην παιδική τους ηλικία. Δεν συνειδητοποιούν ότι φοβούνται και αποφεύγουν κινδύνους οι οποίοι, παρ’ όλο που κάποτε ήταν πραγματικοί, εδώ και πολύ καιρό έχουν πάψει να είναι. Καθοδηγούνται από ασυνείδητες αναμνήσεις και απωθημένα συναισθήματα και ανάγκες, τα οποία, όσο παραμένουν ασυνείδητα και αξεδιάλυτα, συχνά καθορίζουν, με σχεδόν διαστροφικό τρόπο, καθετί που κάνουν ή δεν κάνουν…….




Alice Miller - Οι φυλακές της παιδικής μας ηλικίας
Το βιβλίο εδώ
http://www.alice-miller.com

Χαρείτε τη βόλτα! Δεν υπάρχει εισιτήριο επιστροφής...



Οι απόψεις του George Carlin για τα γηρατειά.

(George Carlin (Ο Αμερικάνος ηθοποιός του stand up comedy που έκανε κοινωνική σάτιρα και πέθανε το 2008 σε ηλικία 71 ετών)

’Έχετε αντιληφθεί ότι η μόνη περίοδος της ζωής μας που μας αρέσει να μεγαλώνουμε είναι όταν είμαστε παιδιά; Εάν είσαι κάτω των 10 ετών, είσαι τόσο ενθουσιασμένος που μεγαλώνεις που σκέφτεσαι τμηματικά…

-«Πόσων ετών είσαι;»,


-«Είμαι τέσσερα και μισό!»


Ποτέ δεν είσαι τριάντα έξι και μισό. Είσαι τέσσερα και μισό, και περπατάς στα πέντε! Αυτό είναι το κλειδί.


Μπαίνεις στην εφηβεία, και τώρα κανείς δεν μπορεί να σε συγκρατήσει. Πηδάς στον επόμενο αριθμό, ή ακόμη και μερικούς αριθμούς μπροστά.


-«Πόσων ετών είσαι;»


-«Θα γίνω 16!»


Μπορεί να είσαι 13, αλλά έ, θα γίνεις 16! Και τότε έρχεται η καλύτερη μέρα της ζωής σου! Γίνεσαι 21. Ακόμα και οι λέξεις ακούγονται σαν ιεροτελεστία. ΓΙΝΕΣΑΙ 21.. ΝΑΙΙΙΙΙΙΙ !!!


Αλλά τότε περνάς στα 30. Ωωωω, τι έγινε εδώ; Ακούγεσαι σαν χαλασμένο γάλα! Αυτός ΠΕΡΑΣΕ, έπρεπε να τον πετάξουμε. Δεν έχει πλάκα πια, είσαι απλά ένας ξινισμένος λουκουμάς. Τι πάει στραβά; Τι άλλαξε;


ΓΙΝΕΣΑΙ 21, ΠΕΡΝΑΣ στα 30, και τότε ΠΕΡΠΑΤΑΣ στα 40. Ουάου! Πάτα φρένο, όλα σου ξεγλιστρούν. Πριν να το καταλάβεις, ΦΘΑΝΕΙΣ τα 50 και τα όνειρά σου χάνονται…


Αλλά, για περίμενε! ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΝΕΙΣ ΩΣ τα 60. Δεν πίστευες ότι θα τα έφθανες!


Οπότε ΓΙΝΕΣΑΙ 21, ΠΕΡΝΑΣ στα 30, ΠΕΡΠΑΤΑΣ στα 40,ΦΘΑΝΕΙΣ τα 50 και ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΝΕΙΣ ΩΣ τα 60.


Έχεις αναπτύξει τόσο μεγάλη ταχύτητα που ΧΤΥΠΑΣ τα 70! Μετά απ’αυτό, η κατάσταση είναι μέρα με τη μέρα. ΧΤΥΠΑΣ την Τετάρτη!


Μπαίνεις στα 80 και κάθε μέρα είναι ένας πλήρης κύκλος. ΧΤΥΠΑΣ το γεύμα. ΠΕΡΝΑΣ στις 4:30. ΦΘΑΝΕΙΣ την ώρα του ύπνου. Και δεν τελειώνει εκεί. Στα 90 σου, αρχίζεις να οπισθοδρομείς.  «Ήμουν μόλις 92».


Και τότε κάτι παράξενο συμβαίνει. Εάν καταφέρεις να ξεπεράσεις τα 100, ξαναγίνεσαι μικρό παιδί. «Είμαι 100 και μισό!».


Μακάρι να φθάσετε όλοι στα υγιή 100 και μισό!


ΠΩΣ ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΤΕ ΝΕΟΙ:


1. Πετάξτε τους ασήμαντους αριθμούς. Αυτό συμπεριλαμβάνει την ηλικία, το βάρος και το ύψος. Αφήστε τους γιατρούς να νοιάζονται γι’αυτά. Αυτός είναι εξάλλου ο λόγος για τον οποίο, τους πληρώνετε.


2. Κρατήστε μόνο τους ευχάριστους φίλους. Οι γκρινιάρηδες σας ρίχνουν.


3. Να μαθαίνετε συνεχώς! Μάθετε περισσότερα για τους υπολογιστές, τις τέχνες, την κηπουρική, οτιδήποτε, ακόμη και για το ραδιόφωνο. Να μην αφήνετε ποτέ τον εγκέφαλο ανενεργό. «Ένα ανενεργό μυαλό, είναι το εργαστήρι του Διαβόλου». Και το επίθετο του διαβόλου είναι Αλτζχάιμερ.


4. Απολαύστε τα απλά πράγματα.


5. Γελάτε συχνά, διαρκώς και δυνατά. Γελάστε μέχρι να σας κοπεί η ανάσα.


6. Τα δάκρυα τυχαίνουν. Υπομείνετε, πενθήστε, και προχωρήστε παραπέρα. Το μόνο άτομο, που μένει μαζί μας για ολόκληρη τη ζωή μας είναι ο εαυτός μας. Να είστε ΖΩΝΤΑΝΤΟΙ ενόσω είστε εν ζωή.


7. Περιβάλλετε τον εαυτό σας με ό,τι αγαπάτε, είτε είναι η οικογένεια, τα κατοικίδια, η μουσική, τα φυτά, τα ενδιαφέροντα σας, οτιδήποτε. Το σπίτι σας είναι το καταφύγιό σας. 


8. Να τιμάτε την υγεία σας: Εάν είναι καλή, διατηρήστε την. Εάν είναι ασταθής, βελτιώστε την. Εάν είναι πέραν της βελτιώσεως, ζητήστε βοήθεια.


9. Μην κάνετε βόλτες στην ενοχή. Κάντε μια βόλτα στα μαγαζιά, ακόμη και στον διπλανό νομό ή σε μια ξένη χώρα αλλά ΜΗΝ πηγαίνετε εκεί που βρίσκεται η ενοχή.


10. Πείτε στους ανθρώπους που αγαπάτε ότι τους αγαπάτε, σε κάθε ευκαιρία.


ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ ΝΑ ΘΥΜΑΣΤΕ:


Η ζωή δεν μετριέται από τον αριθμό των αναπνοών που παίρνουμε, αλλά από τις στιγμές που μας κόβουν την ανάσα 


Όλοι χρειαζόμαστε να ζούμε τη ζωή μας στο έπακρο κάθε μέρα!!


Το ταξίδι της ζωής δεν είναι για να φθάσουμε στον τάφο µε ασφάλεια σε ένα καλοδιατηρημένο σώμα, αλλά κυρίως για να ξεγλιστρούμε προς όλες τις πλευρές, πλήρως εξαντλημένοι, φωνάζοντας «…ρε γαµώτο….τι ßόλτα!».’’








Ο κύκλος του 99... Γιατί δεν ησυχάζουμε ποτέ?



Ζούσε κάποτε, πριν πολλά χρόνια, ένας βασιλιάς πολύ θλιμμένος που είχε έναν υπηρέτη χαρούμενο και αισιόδοξο. Κάθε πρωί ξυπνούσε τον βασιλιά πηγαίνοντας του το πρόγευμα, τραγουδούσε χαρούμενα στιχάκια, του έκανε αστείους μορφασμούς. Στο κεφάτο πρόσωπό του υπήρχε πάντα ένα μεγάλο φωτεινό χαμόγελο, αλλά και όλη του η ζωή ήταν ήρεμη και ευτυχισμένη. Κάποια μέρα ο βασιλιάς δεν άντεξε και τον ρώτησε:
-Ποιο είναι το μυστικό σου?
   -Ποιο μυστικό Μεγαλειότατε?
-Μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις. Ποιό είναι το μυστικό της χαράς σου. Λέγε γρήγορα.
   -Μα…δεν υπάρχει μυστικό Μεγαλειότατε.
-Πως τολμάς να λες ψέμματα σ´εμένα. Έχω κόψει κεφάλια για πολύ μικρότερες  προσβολές, από ένα ψέμα.
   -Πιστέψτε με Μεγαλειότατε, σας παρακαλώ, δεν σας κρύβω τίποτα. Δεν υπάρχει  κανένα μυστικό.
-Και πως τα καταφέρνεις βρε ανόητε και είσαι όλη την μέρα τόσο κεφάτος? Σε έχω παρακολουθήσει, σε βλέπω. Ολο χαχαχού και αστεία είσαι.
   -Μα Μεγαλειότατε, η ζωή ήταν τόσο γενναιόδωρη μαζί μου. Η Λαμπροσύνη σας με  τιμά και με έχει στην υπηρεσία της. Με την γυναίκα μου και τα παιδιά μου μένουμε σ´ένα ωραίο σπίτι που μας παραχώρησε το παλάτι. Μας προσφέρετε ρούχα και τροφή για όλους μας, δωρεάν εκπαίδευση στα παιδιά μου, επί πλέον δε, η Μεγαλειότητα σας μου πληρώνει και ένα μικρό μηνιαίο επίδομα, που ικανοποιεί τις μικροεπιθυμίες μας. Πως να μην είμαι ευτυχισμένος?
-Άκου, ηλίθιες δικαιολογίες εχω χορτάσει από τους συμβούλους μου. Αν δεν μου πεις το μυστικό της χαράς σου, η υπομονή μου θα εξαντληθεί και μαζί της και το κεφάλι στους ώμους σου. Είναι αδύνατον να είναι κάποιος ευτυχισμένος με αυτά που μου παρέθεσες.
   -Μα Βασιλιά μου σας παρακαλώ πιστέψτε με. Δεν σας κρύβω κάτι. Πως θα μπορούσα άλλωστε. Δεν υπάρχει μυστικό.
-Χάσου από μπροστά μου ηλίθιε, πριν φωνάξω το δήμιο. Γελοίε. Καραγκιόζη.

Ο υπηρέτης χαμογέλασε, έκανε μια βαθειά υπόκλιση, και βγήκε από το δωμάτιο.  Τον βασιλιά όμως, δεν τον χωρούσε ο τόπος. Του φαινόταν τόσο παράλογο ο βαλές του να είναι τόσο ευτυχισμένος, ζώντας σε δανεικό σπίτι, τρώγοντας από τα περισσεύματα των αυλικών, φορώντας ρούχα από δεύτερο χέρι. Αφού κατάφερε κάπως να ηρεμήσει, φώναξε τον πιο σοφό σύμβουλό του και του διηγήθηκε την συζήτηση και την απορία του.

-Πες μου γέροντα, γιατί ο άνθρωπος αυτός είναι ευτυχισμένος?
   -Α, Μεγαλειότατε, επειδή προφανώς βρίσκεται έξω από τον κύκλο.
-Έξω από που?
   -Μα από τον κύκλο.
-Γι’ αυτό είναι ευτυχισμένος?
   -Όχι μεγαλειότατε, γι αυτό δεν είναι δυστυχισμένος.
-Δεν καταλαβαίνω γέροντα. Δηλαδή όποιος είναι στον κύκλο είναι δυστυχής? Εγώ είμαι δυστυχής διότι είμαι μέσα στον κύκλο?
   -Ακριβώς βασιλιά μου.
-Και πως βγήκε?
   -Δεν μπήκε ποτέ.
-Βάλθηκες να με τρελλάνεις κι εσύ γέροντα. Τι στην οργή κύκλος είναι αυτός και γιατί μας προκαλεί θλίψη?
   -Είναι ο κύκλος του ενενήντα εννέα.
-Και πως λειτουργεί αυτός ο διαολόκυκλος?
   -Μεγαλειότατε είναι δύσκολο να σας τον εξηγήσω με λόγια, μπορώ όμως να σας τον δείξω στην πράξη.
-Δηλαδή τι θα κάνεις?
   -Αν μου επιτρέψετε θα βάλω τον υπηρέτη σας στον κύκλο.
-Πως δηλαδή, θα τον σπρώξεις? είπε ο βασιλιάς κοροϊδευτικά.
   -Δεν θα χρειαστεί βασιλιά μου. Αν βρει την ευκαιρία θα μπει μόνος του.
-Και καλά, όταν μπεί δεν θα δει ότι αυτό τον έκανε δυστυχισμένο, ώστε να βγεί κατ´ευθείαν?
   -Θα το αντιληφθεί, αλλά δεν θα θέλει να φύγει.
-Δηλαδή μου λες ότι θα καταλάβει πως αν μπει στον κύκλο θα δυστυχήσει, αλλά παρ´όλα αυτά θα μπεί οικιοθελώς και δεν πρόκειται να ξαναβγεί?
   -Ακριβώς Μεγαλειότατε. Κανένας δεν θέλει να βγεί από τον κύκλο του ενενήντα εννέα. Οσο και αν τον κάνει δυστυχισμένο. Θα μάθεις λοιπόν πως λειτουργεί ο κύκλος, αλλά εσύ θα χάσεις έναν εξαίρετο υπηρέτη και το παλάτι έναν χαρούμενο άνθρωπο.
-Δεν με νοιάζει. Τι πρέπει να κάνουμε? Πότε ξεκινάμε?
   -Σήμερα το βράδυ βασιλιά μου. Θα περάσω να σε πάρω. Θα έχεις ετοιμάσει ένα σακί με ενενήνταεννέα φλουριά. Ούτε ένα περισσότερο, ούτε ένα λιγότερο.

Πράγματι, την νύχτα ο σοφός πέρασε να πάρει τον βασιλιά. Πήγαν μαζί στο σπιτάκι του υπηρέτη, στην άκρη της αυλής του παλατιού, κρύφτηκαν και περίμεναν να ξημερώσει. Μόλις αχνοφέγγισε και άναψε στο δωμάτιο ένα κερί, ο σοφός έβαλε στο σακούλι ένα μύνημα που έλεγε:

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟΣ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ ΒΡΑΒΕΙΟ ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΣΑΙ ΞΕΧΩΡΙΣΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. ΑΠΟΛΑΥΣΕ ΤΟΝ. ΜΗΝ ΠΕΙΣ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ ΠΩΣ ΤΟΝ ΒΡΗΚΕΣ.

Έδεσε το σακί στην πόρτα του υπηρέτη, χτύπησε δυό φορές και έτρεξε να ξανακρυφτεί. Οταν υπηρέτης βγήκε ξαφνιασμένος, ο βασιλιάς παρακολουθούσε πίσω από έναν θάμνο. Τον είδε να διαβάζει το μύνημα και να ανοίγει το πουγγί. Είδε την έκπληξη στο πρόσωπό του, το αρχικό φόβο, την καχύποπτη, ερευνητική ματιά μήπως ήταν κανένας τριγύρω. Τον είδε να σφίγγει το πουγκί στην αγκαλιά του, να ανοίγει το πουκάμισο και να το βάζει στο στήθος του, να χώνεται γρήγορα σπίτι του. Μόλις άκουσαν την κλειδαριά να διπλοαμπαρώνει, ο βασιλιάς με τον σοφό πλησίασαν στο παράθυρο για να κατακοπεύσουν. Ο υπηρέτης είχε ρίξει στο πάτωμα τα πιατικά που ήσαν στο τραπέζι, αφήνοντας μόνο το κερί. Καθισμένος σε μια καρέκλα άδειαζε το περιεχόμενο.Τα μάτια ήταν γουρλωμένα, κόντευαν να βγουν έξω από τις κόγχες.

Ηταν φανερό δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Ενα βουνό από χρυσά φλουριά. Ενας θησαυρός. Ολος δικός του. Αυτός που δεν είχε ποτέ ως τώρα στην ζωή ακουμπήσει έστω ένα χρυσό φλουρί, τώρα είχε ένα μικρό βουνό από αυτά. Δικά του.Αρχισε να τα χαζεύει και να τα κάνει στίβες. Τα κοίταζε πως άστραφταν στο φως του κεριού και χαζογελούσε. Τα συγκέντρωνε, τα σκόρπιζε για να ακούει το κουδούνισμά τους. Και όλο χαμογελούσε. Παίζοντας άρχισε να τοποθετεί σε στίβες των δέκα. Μια δεκάδα, δύο δεκάδες, τρείς, τέσσερις, πεντε, έξι…Ταυτόχρονα έκανε και το άθροισμα. Πενήντα, εξήντα, εβδομήντα, ογδόντα, ενενήντα, εκατ…που είναι το τελευταίο? Ξαναμετρά μία μία τις στίβες να βρεί το λάθος, τίποτα. Τα στήνει σε κολώνες, την μία δίπλα στην άλλη, μήπως κάποια προεξέχει…Τίποτα. Η τελευταία κολώνα ελλειματική. Μόνο εννέα φλουριά. Κοιτάζει ερευνητικά το τραπέζι, σηκώνει το κερί, γυρίζει το μέσα έξω στο σακκούλι…Τίποτα. Γονατίζει και αρχίζει να ψάχνει στο πάτωμα.Δεν μπορεί τα φλουριά ΕΠΡΕΠΕ να είναι εκατό.

-Δεν είναι δυνατόν, μονολογούσε όσο έψαχνε. Κάπου πρέπει να μου έπεσε…κάπου πρέπει να είναι. Με λήστεψαν! Αλήτες! Κερατάδες! Με κλέψανε!

Γονατισμένος κοιτούσε πάνω στο τραπέζι, έβλεπε τις κολώνες με τα φλουριά και αισθανόταν πως κάτι του είχε διαφύγει. Δεν μπορεί, κάπου έκανε λάθος. Αδύνατον η μία κολώνα να είναι κουτσή. Αλλά το φλουρί που έλειπε, πουθενά. Τελικά σαν να το πήρε απόφαση. Ενενηντα εννέα φλουριά, είναι πολλά λεφτά…συλλογίστηκε. Μπορώ να ζήσω την υπόλοιπη ζωή σαν άρχοντας…συνέχισε. Αλλά δεν είναι στρογγυλός αριθμός, ρε γαμώτο. Το εκατό, μάλιστα, είναι στρογγυλός αριθμός. Τώρα μου λείπει ένα. Ο βασιλιάς και ο σοφός σύμβουλος κοιτούσαν από το παράθυρο. Το πρόσωπο του υπηρέτη δεν ήταν το ίδιο. Ηταν σκεπτικός, σκυθρωπός με χείλη στενά, τραβηγμένα. Με μάτια μισόκλειστα έξυνε το κεφάλι του.Κάτι σκεπτόταν. Μάζεψε τα φλουριά στο σακκούλι και κοιτάζοντας καχύποπτα ολόγυρα, το έκρυψε προσεκτικά, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε πίσω από ένα σωρό καυσόξυλα. Υστερα πήρε χαρτί και μολύβι και κάθισε να κάνει λογαριασμούς.

Πόσο καιρό πρέπει να κάνω οικονομίες, ώστε να αποκτήσω και το εκατοστό φλουρί? Ο υπηρέτης μιλούσε μόνος, παραμιλούσε ασυναίσθητα. Θα βρώ και δεύτερη δουλειά, θα δουλέψω σκληρά για ένα διάστημα, μέχρι να το κερδίσω. Μετά όμως μεγάλε…άραγμα. Ναι, με εκατό φλουριά, μπορεί ένας άνθρωπος να μην δουλεύει. Μπορεί να ζει δίχως σκοτούρες. Είσαι πλούσιος! Είσαι άρχοντας! Δεν υπάρχει λόγος να δουλεύεις. αγόρι μου! Τελείωσε τους υπολογισμούς του. Αν δούλευε σκληρά κι έβαζε στην άκρη όλο το μηνιάτικο του και ότι έξτρα χρήματα έπαιρνε, σε πέντε το πολύ έξι χρόνια θα μπορούσε να αγοράσει ένα χρυσό φλουρί.

-Έξι χρόνια είναι πάρα πολλά, μονολόγησε. Θα μπορούσα όμως να βάλω και την γυναίκα μου να δουλέψει. Κάποια δουλειά θα βρεί να κάνει στην πολιτεία. Θα μπορούσε να καθαρίζει σπίτια. Αλλά κι εγώ, πέντε η ώρα τελειώνω από το παλάτι. Μπορώ να κάνω το βοηθό σε κανένα μάστορα, δυό τρεις ώρες μέχρι να νυχτώσει.

Ξαναπιάνει το μολύβι και αρχίζει πάλι τους υπολογισμούς. Με την έξτρα δουλειά τη δική του και την συνεισφορά της γυναίκας του θα μάζευε τα χρήματα για το φλουρί σε τρία χρόνια. Εξακολουθούσε να είναι πολύς, πολύς καιρός.

Ισως θα μπορούσαμε να κάνουμε και κάποιες οικονομίες. Να πουλήσουμε ας πούμε λίγο από το φαγητό. Ετσι κι αλλιώς το πολύ φαί, κακό κάνει. Ασε που μια και είναι τζάμπα, τό´χουμε παρακάνει. Και τα χειμωνιάτικα παπούτσια. Τι χρειάζονται? Μπαίνει η Ανοιξη. Ερχονται ζέστες. Και τα επανωφόρια μπορώ να το πουλήσω. Να πουλήσω…Να πουλήσω…Πρέπει να γίνουν θυσίες. Αλλωστε θα πιάσουν τόπο. Σε δυό χρονάκια το πολύ θα αγοράσουμε το φλουρί που μας λείπει και μετά…ποιός μας πιάνει μετά. Θα είμαστε πλούσιοι. Οτι μας γιαλίζει θα το αγοράζουμε. Αυτό είναι. Δύο χρόνια στο τούνελ και μετά…

Ο βασιλιάς και ο σύμβουλος γύρισαν στο παλάτι. Ο υπηρέτης είχε μπεί στον κύκλο του ενενηντα εννέα.

Τους μήνες που ακολούθησαν, ο υπηρέτης έβαλε σε εφαρμογή τα σχέδια που είχε αποφασίσει εκείνο το πρωινό. Δούλευε πολύ, κουραζόταν, κακοκοιμόταν, αλλά επέμενε στην απόφασή του. Ενα πρωινό, μπήκε με το πρωινό στο δωμάτιο του βασιλιά, αργός, κακόκεφος, αμίλητος, όπως συνήθιζε τελευταία.

-Μα καλά, τί έπαθες εσύ, ρωτά τάχα ανήξερος ο βασιλιάς.
   -Μια χαρά είμαι Μεγαλειότατε. Θέλετε τίποτε άλλο?
-Μέρες έχω να σ´ακούσω να τραγουδάς. Σου συμβαίνει κάτι?
   -Αν δεν κάνω λάθος, η δουλειά μου είναι σας σερβίρω και να σας βοηθώ να ντυθείτε. Δεν κάνω τη δουλειά μου? Την κάνω και μάλιστα άψογα, συνέχισε. Δεν με προσλάβατε για γελωτοποιό ούτε για τραγουδιστή.

Μετά από μερικούς μήνες, ο βασιλιάς έδιωξε τον υπηρέτη από το παλάτι. Δεν είναι ευχάριστο να περιβάλλεσαι από κακόκεφους, μουρτζούφληδες υπαλλήλους.

Ο ασπρομάλλης ψυχαναλυτής έκανε μια παύση και κοίταξε προσεκτικά τον ασθενή του. Προσπάθησε να διαβάσει τα συναισθήματα από την ιστορία στο πρόσωπό του. Ανακάθησε στην πολυθρόνα του, πήρε το ποτήρι δίπλα του και ρούφηξε μια μεγάλη γουλιά σακέ. Καθάρισε την φωνή του και συνέχισε: Βλέπεις Ντεμιάν, εσύ, εγώ και όλοι μας έχουμε εκπαιδευθεί σ´αυτήν την ηλίθια ιδεολογία. Πάντοτε κάτι μας λείπει για να νιώσουμε ικανοποιημένοι, και δυστυχώς μόνο αν είσαι ικανοποιημένος μπορείς να απολαύσεις όσα έχεις.

Γι αυτό, μάθαμε πως τάχα η ευτυχία θα έλθει όταν ολοκληρώσουμε αυτό που μας λείπει…Και επειδή πάντα κάτι λείπει, ξαναγυρίζουμε στην αρχή και δεν απολαμβάνουμε ποτέ την ζωή…Τι θα συνέβαινε όμως, αν η φώτιση ερχόταν στις ζωές μας και αντιλαμβανόμαστε, έτσι ξαφνικά, ότι τα ενενηντα εννιά φλουριά μας είναι το 100% του θησαυρού? Οτι δεν μας λείπει τίποτα, κανένας δεν μας έκλεψε τίποτα, το εκατό δεν είναι καθόλου πιο στρογγυλός αριθμός από το ενενηντα εννιά? Οτι αυτό, είναι μόνο μια παγίδα, ένα καρότο που έβαλαν μπροστά μας, για να είμαστε βλάκες, για να σέρνουμε το κάρο, κουρασμένοι, κακόκεφοι, δυστυχείς και συμβιβασμένοι? Μια παγίδα για να μην σταματήσουμε ποτέ να σπρώχνουμε και να μείνουν όλα όπως έχουν. Αιωνίως τα ίδια. Πόσα θα άλλαζαν αν μπορούσαμε να απολαύσουμε τους θησαυρούς μας, έτσι ακριβώς όπως είναι. Ετσι ακριβώς όπως τους κατέχουμε. Προσοχή όμως Ντεμιάν. Το να παραδεχτείς ότι το ενενηνταεννιά είναι ο θησαυρός, δεν σημαίνει ότι πρέπει να εγκαταλείψεις τους στόχους σου. Δεν σημαίνει άραγμα, συμβιβασμός με οτιδήποτε. Γιατί άλλο το να παραδέχεσαι, κι άλλο το να συμβιβάζεσαι.

Αυτό όμως, είναι σε άλλο παραμύθι ..



(από το βιβλίο του Αργεντίνου ψυχοθεραπευτή Χόρχε Μπουκάι, “Να σου πω μια Ιστορία”)

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More